παγκάλως

παγκάλως
πάγκαλος
all
adverbial
πάγκαλος
all
masc acc pl (doric)
πάγκαλος
all
adverbial
πάγκαλος
all
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάγκαλος — η, ο (Α πάγκαλος, ον, θηλ. και παγκάλη) ο πιο ωραίος, ωραιότατος, κάλλιστος αρχ. ο πιο σωστός, ορθότατος. επίρρ... παγκάλως (Α παγκάλως) με πάγκαλο τρόπο, ωραιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + καλός] …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԵՆԱԲԱՐԻ — (րւոյ, րեաց.) NBH 1 0058 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 12c ա. Որպէս ծայրագոյն բարի, մի միայն բարի քան զամենայն ինչ. (սեպհականեալ Աստուծոյ եւ աստուածայնոց.) βέλτιστος optimus ... *Ամենաբարի թագաւոր. Պիտ.: *Ոչ յաստուածուստ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”